Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Το πλάσμα του υπονόμου.

Μια ζεστή υγρή νύχτα του καλοκαιριού, καθώς περπατούσα από την παραλία στο σπίτι μου, άκουσα ένα περίεργο θόρυβο. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν της φαντασίας μου, όμως μετά κατάλαβα ότι ήταν πραγματικότητα. Είδα κατσαρίδες και άλλα περίεργα έντομα να βγαίνουν από την άκρη του δρόμου λες και φοβόντουσαν κάτι.

Έτρεξα μακριά, αφού τέτοιου είδους έντομα με αηδιάζουν. Όταν όμως άκουσα μια περίεργη τρομαχτική, αλλά και τρομαγμένη φωνή κοντοστάθηκα. Δεν κατάλαβα τι είπε, μα σίγουρα ερχόταν από τον υπόνομο. Κόντεψα κρατώντας την ανάσα μου.

Τότε ήταν που παρατήρησα κάτι να με κοιτάζει ελπιδοφόρα απ’ τον υπόνομο. «Τι θες;», φώναξα. «Ποιος είσαι»; «Πολλές απορίες έχεις» μου αποκρίνεται. Δεν φοβόμουν τόσο πλέον, γιατί υπολόγιζα πως είναι κάποιος που θέλει απλά να μου κάνει πλάκα. «Κ’ εσύ πολλές απαντήσεις» του είπα.

-Είμαι το χαμένο σου μυαλό που έψαχνες τόσα χρόνια να με βρεις.
-Και που ήσουν τόσα χρόνια;
-Ήμουν μπροστά στα μάτια σου, μα εσύ έβλεπες πίσω.
-Και τώρα που βρίσκεσαι;
-Εκεί που με πέταξες, στον υπόνομο.
-Εγώ σε πέταξα στον υπόνομο; Εσύ ήσουν το μυαλό, εσύ έπρεπε να το σκεφτείς!
-Εγώ κάνω τις σκέψεις, εσύ όμως παίρνεις τις αποφάσεις.
-Καλά, πάω σπίτι, καληνύχτα.
-Θα με αφήσεις εδώ;
-Μα δε βρίσκεσαι εδώ, βρίσκεσαι στο μυαλό μου. Έτσι δεν είπες;
-Όχι, είπα πως με πέταξες στον υπόνομο!
-Καλά, καληνύχτα.

Μια βδομάδα αργότερα, βράδυ πάλι, άκουσα την ίδια φωνή να με φωνάζει. Αυτή την φορά ήταν πιο τρομαγμένη από ποτέ. «Γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκανα;» Φοβήθηκα και έψαξα να δω τι συμβαίνει, δεν υπήρχε όμως κανένας στο δρόμο.

-Που είσαι, δε σε βλέπω;
-Εδώ που με άφησες, στον υπόνομο!

Τρομοκρατήθηκα και έτρεξα, παντού όμως άκουγα τη φωνή του.

-Σε παρακαλώ, μην με αφήνεις! Είσαι η τελευταία μου ελπίδα!
-Ποιος είσαι; Παρουσιάσου!
-Είμαι ότι έχασες και ψάχνεις, ότι ζητάς και το μισείς. Είμαι το μέρος του εαυτού σου που φοβάσαι, πρέπει όμως να με δεχτείς ή να με πολεμήσεις.
-Τι φοβάμαι; Τι έχασα; Τι ψάχνω; Τι ζητώ; Τι μισώ;
-Τον απόλυτο εαυτό σου, τη ζωή σου σε μια παράλληλη διάσταση, τη διάσταση του «Έξω».
-Άρχισες να με τρομάζεις.
-Είναι εγώ που σε τρομάζω ή τρομάζεις επειδή το επέλεξες;
-Το επέλεξα επειδή δεν ξέρω τι που βρίσκεσαι και όσο λιγότερα ξέρω τόσο νιώθω πως κινδυνεύω.
-Μα εσύ δεν ήσουν που έτρεξες να φύγεις μακριά μου; Τώρα θες να μάθεις που βρίσκομαι; Για ψάξε καλά να δούμε αν θα με βρεις.

Άρχισα να ψάχνω παντού χωρίς αποτέλεσμα. Του φώναξα και δεν απάντησε, έτσι κ’ εγώ άρχισα να περπατώ προς το σπίτι μου. Άκουγα ήχους, μα διάλεξα να τους αγνοήσω, μέχρι την επόμενη φορά φυσικά.

-Θα εμφανιστώ αλλά μην τρομάξεις.
-Πες μου πως μοιάζεις για να μην φοβηθώ.
-Είμαι η μεγαλύτερη σου δύναμη κι ο μεγαλύτερος σου φόβος. Γ’ αυτό με μισείς.
-Μα δεν μου έκανες τίποτα!
-Όχι, δεν σου έκανα τίποτα. Ήταν οι επιλογές σου.
-Τι εννοείς;

Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου μια καφέ κατσαρίδα στο μέγεθος σκύλου με τεράστιες κεραίες. Ήταν το πιο αηδιαστικό πλάσμα που είδα ποτέ μου.

Δεν ήξερα αν θα έπρεπε να τρέξω, αφού αν με ήθελε θα μπορούσε να με αρπάξει με ένα πέταγμα. Τότε πάγωσα στις σκέψεις μου και δεν αντέδρασα, ούτε μίλησα. Έκανε μερικά βήματα μπροστά και με την γνώριμη βραχνή φωνή που συζητούσα μου λέει: «Αποφάσισες τι θα κάνεις; Θα με αντιμετωπίσεις ή θα τρέξεις να κρυφτείς;»

Τότε κατάλαβα, δεν υπήρχε πριν, δεν υπήρχε αύριο, υπήρχε μόνο τώρα και το τώρα πρόσταζε δράση. Της λέω «Ότι θέλεις κάνε, εγώ όμως δεν θα τρέξω». Έπιασα ένα σκουπόξυλο που βρισκόταν στην άκρη ενός κτιρίου και συνέχισα «Θα με αντιμετωπίσεις ή θα τρέξεις;»

-«Εγώ», μου λέει, «είμαι μια πράξη στην ιστορία σου. Δεν μπορώ να φύγω από εσένα, μόνο εσύ μπορείς να φύγεις από εμένα»
-Τότε θα σε πολεμήσω.
-Μα αφού πιστεύεις πως τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς πολέμους. Τώρα γιατί πολεμάς;

Πολεμούσα για την πραγματικότητα μου. Πολεμούσα γ’ αυτό που μισώ. Πολεμούσα γ’ αυτό που φοβάμαι. Πολεμούσα, γ’ αυτό έχασα.

Τώρα έμαθα. Ο μόνος που μπορώ να πολεμήσω είναι ο εαυτός μου. Τα υπόλοιπα είναι ψέμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: